- κανθύλη
- κανθύλη, ἡ (Α)εξόγκωμα, οίδημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό *κονθ-, είτε μεταπτωτικό *καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό *-η-) με ανάπτυξη τού -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. *λαχ-, χανδ-άνω < θ. *χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση τής λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
Dictionary of Greek. 2013.